- μπιστόλα
- ηβλ. πιστόλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιστόλα — Παλαιό ισπανικό χρυσό νόμισμα, ίσο με διπλό σκούδο. Κυκλοφόρησε από τον 16o μέχρι τον 18o αι. Περιείχε 6,20 γραμμάρια χρυσού έως το 1786, οπότε το περιεχόμενό του σε καθαρό χρυσό περιορίστηκε σε 5,92 γραμμάρια. Τον 17o αι. η ονομασία π. δόθηκε σε … Dictionary of Greek